βάρος

βάρος
βάρος, ους, τό (Trag., Hdt.+; ins, pap, LXX [rare]; TestAbr B 11 p. 115, 22 [Stone p. 78]; EpArist 93; Philo, Joseph.) gener. ‘weight, burden’; in our lit. only fig.
experience of someth. that is particularly oppressive, burden (Diod S 13, 81, 3 τοῦ πολέμου; Jos., Bell. 1, 461; 4, 616) of a day’s work that proves exhausting βαστάζειν τὸ β. τῆς ἡμέρας Mt 20:12 (cp. Babrius 111, 20 βάρος διπλοῦν βαστάσας). Of temptations ἀλλήλων τὰ β. βαστάζετε Gal 6:2. ἀναδέχεσθαι τὸ β. τοῦ πλησίον Dg 10:6. Of the burden of a law (Polyb. 1, 31, 5 τὸ β. τῶν ἐπιταγμάτων) βάλλειν β. ἐπί τινα impose a burden on someone Rv 2:24. For this ἐπιτιθέναι τινὶ β. (X., Oec. 17, 9; Dionys. Hal. 4, 10 ἅπαν ἐπιθεὶς τ. β. τοῖς πλουσίοις; PGiss 19, 18) Ac 15:28; β. ἄστατον an unweighed burden PEg2, 62 (s. ἄστατος).
influence that someone enjoys or claims, claim of importance (cp. our colloq. ‘throw one’s weight around’. Polyb. 4, 32, 7 πρὸς τὸ β. τὸ Λακεδαιμονίων; Diod S 4, 61, 9; Plut., Per. 172 [37, 1]) ἐν β. εἶναι wield authority, insist on one’s importance 1 Th 2:7.
a high point in a scale of evaluation, fullness (β. πλούτου Eur., El. 1287, Iph. Taur. 416; Plut., Alex. M. 692 [48, 3]; cp. 3 Macc 5:47) αἰώνιον β. δόξης an everlasting fullness of glory 2 Cor 4:17 (the thing being evaluated is viewed as an accumulated mass that promotes pleasure instead of discomfort [in wordplay, cp. βαρούμενοι 2 Cor 5:4]; s. Rtzst., Mysterienrel.3 355).—DELG s.v. βαρύς. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βᾶρος — spice masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάρος — weight neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η …   Dictionary of Greek

  • βάρος — το γεν. ους, πληθ. η και ητα 1. το αποτέλεσμα που έχει η δύναμη της βαρύτητας σε όλα τα σώματα: Προσπάθησε να πηδήξει ψηλά, αλλά το βάρος του δεν του το επέτρεψε. 2. το αποτέλεσμα της ζύγισης ενός σώματος, το φόρτωμα: Δεν αντέχουν τα θεμέλια σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βάρος, Πόπλιος Κουινκτίλιος — (Publius Quinctilius Varus, τέλη 1ου αι. π.Χ. – 9 μ.Χ.). Ρωμαίος αξιωματούχος. Ύπατος (13 π.Χ.), ανθύπατος της Αφρικής (8 7 π.Χ.), αντιπραίτορας στη Συρία (6 4 π.Χ.), όπου κατέστειλε την εξέγερση των Εβραίων, στάλθηκε το 6 μ.Χ. από τον Αύγουστο… …   Dictionary of Greek

  • ειδικό βάρος — Ο λόγος του βάρους ενός σώματος με τον όγκο του. Η αριθμητική του τιμή παρέχεται από το βάρος της μονάδας του όγκου του σώματος. Η τιμή αυτή είναι σταθερή και δεν μεταβάλλεται από περιοχή σε περιοχή του σώματος, μόνο όταν το σώμα είναι ομογενές,… …   Dictionary of Greek

  • Γῆς βάρος. — См. Землю тяготить …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • βάρει — βάρος weight neut nom/voc/acc dual (attic epic) βάρεϊ , βάρος weight neut dat sg (epic ionic) βάρος weight neut dat sg βά̱ρει , βᾶρις Et.Gud. fem nom/voc/acc dual (attic epic ionic) βά̱ρεϊ , βᾶρις Et.Gud. fem dat sg (epic ionic) βά̱ρει , βᾶρις Et …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάρη — βάρος weight neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βάρος weight neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βά̱ρη , βᾶρις Et.Gud. fem nom/voc/acc dual (doric ionic aeolic) βαρέω weigh down pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) βαρέω weigh down imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάρους — βάρος weight neut gen sg (attic epic doric) βά̱ρους , βᾶρος spice masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρέων — βάρος weight neut gen pl (epic doric ionic aeolic) βαρέω weigh down pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) βαρύς heavy in weight masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) βαρέω̆ν , βαρύς heavy in weight masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”